«Ὁ Ῥασκόλνικωφ ἔμεινε στὸ νοσοκομεῖο ὡς τὸ τέλος τῆς Σαρακοστῆς καὶ ὅλη τὴν ἑβδομάδα τοῦ Πάσχα.Ὅταν ἔγινε καλά, θυμήθηκε τὰ ὄνειρα ποὺ εἶχε ἰδεῖ στὸν πυρετὸ καὶ στὸ παραλήρημά του, ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι. Εἶχε ὀνειρευτεῖ τότε ὅτι ὅλος ὁ κόσμος ἤτανε καταδικασμένος νὰ καταστραφεῖ ἀπὸ μιὰ μάστιγα ἀνήκουστη καὶ δίχως προηγούμενο ποὺ ἦρθε ἀπ' τὰ βάθη τῆς Ἀσίας κὶ ἔπεσε πάνω στὴν Εὐρώπη, θὰ πέθαιναν ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ μερικοὺς ἐκλεκτούς. Εἴχανε παρουσιαστεῖ κάτι καινούρια παράσιτα, κάτι μικροοργανισμοί, ποὺ φώλιαζαν στὸ κορμὶ τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ τὰ ζωύφια αὐτὰ εἴχανε μυαλὸ καὶ θέληση κὶ ὅποιος ἄνθρωπος μολυνόταν ἀπὸ δαῦτα γινότανε ἀμέσως τρελός. Ὡστόσο ποτέ, μὰ ποτὲ ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι δὲν ἤτανε τόσο σίγουροι ὅτι κατέχουν τὴν ἀλήθεια, ὅσο αὐτὰ τὰ ἀξιολύπητα πλάσματα. Ποτὲ ἄλλοτε δὲν πίστεψαν τόσο πολὺ ὅτι ἤτανε ἀλάνθαστη ἡ κρίση τους, οἱ ἠθικὲς καὶ θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, τὰ ἐπιστημονικά τους συμπεράσματα. Χωριά, πόλεις καὶ ἔθνη ὁλόκληρα μολύνονταν κὶ ἔχαναν τὸ λογικό τους.
Διάβασε την άλλη πλευρά της ιστορίας.