Γράφει ο Ιωάννης Βαρκάρης
*Κάποιος κάποτε έκανε κουμπάρο του τον διάβολο.Ο διάβολος λοιπόν άρχισε να τον βοηθάει σε κάθε αναποδιά της ζωής του. Οπότε ο άνθρωπος αυτός σκέφτηκε πως «τώρα με τέτοιον δυνατό κουμπάρο που έχω δεν φοβάμαι τίποτα. Ποιος με πιάνει».
Έτσι σιγά-σιγά άρχισε να κάνει μικροαπάτες και μικροπαρανομίες σκεπτόμενος πως ο νόμος δεν θα τον πειράξει αφού θα τον ξελασπώσει ο πανίσχυρος κουμπάρος του. Πράγματι ο «κουμπάρος του», διάβολος, ερχόταν πάντα και τον ξελάσπωνε από οποιαδήποτε κατηγορία και απειλή.
Ο άνθρωπος σκέφτηκε τότε ότι έκανε πολύ καλά που έκανε έναν κουμπάρο με τέτοια δύναμη γιατί τώρα με την βοήθεια του θα μπορέσει να γίνει και αυτός αληθινά ισχυρός άνθρωπος-ίσως και ο πιο ισχυρός του κόσμου-οπότε συνεπαρμένος από το κυνήγι της δύναμης και της εξουσίας έκανε την μια απάτη πίσω από την άλλη όπως και το ένα έγκλημα πίσω από το άλλο. Άλλωστε τι είχε να φοβηθεί; Είχε τον παντοδύναμο κουμπάρο του που θα τον έβγαζε «λάδι» ότι και να γινόταν.
Μέχρι που....
Ήρθε η στιγμή που έκανε ένα πραγματικά μεγάλο και αποτρόπαιο έγκλημα. Τον πιάσανε και τον στείλανε στο δικαστήριο ωστόσο ο άνθρωπος δεν ανησύχησε. Ήξερε ότι ο κουμπάρος του θα τον ξελασπώσει πάλι. Μέχρι την δίκη όμως δεν είχε εμφανιστεί. Γιατί αργούσε; Του συνέβη κάτι;
Το δικαστήριο του επέβαλε την θανατική ποινή και τον έστειλε στην αγχόνη. Εκεί ο άνθρωπος άρχισε να έχει μια ανησυχία. «Που είναι ο κουμπάρος μου να με σώσει;» αναρωτήθηκε αλλά καθησύχαζε τον εαυτό του λέγοντας«κάτι θα του έτυχε και αργεί αλλά δεν μπορεί να μην έρθει να σώσει τον κουμπάρο του».
Μόνο όταν τον πήγανε στην εξέδρα της εκτέλεσης και του περάσανε την θηλιά στον λαιμό, ο άνθρωπος αυτός άρχισε να συνειδητοποιεί ότι αυτή την φορά μπορεί να μην την βγάλει καθαρή. Ίδρωνε και κοίταζε δεξιά-αριστερά τρομοκρατημένος ψάχνοντας τον κουμπάρο του να τον σώσει.
Μέχρι που λίγα λεπτά πριν τον εκτελέσουν εμφανίζεται ο διάβολος, κατάκοπος και ιδρωμένος, κουβαλώντας ένα πραγματικά τεράστιο και βαρύ -όπως φαινόταν- τσουβάλι.
-«Αμάν βρε κουμπάρε με κοψοχόλιασες ότι δεν θα έρθεις να με σώσεις» του φώναξε ανακουφισμένος ο μελλοθάνατος και συνέχισε «που ήσουν γιατί άργησες και τι είναι αυτό το τσουβάλι που κουβαλάς;»
Και ο διάβολος του απάντησε:
-«Εδώ μέσα είναι όλα τα παπούτσια που χρειάστηκε να λιώσω, τόσο καιρό που έτρεχα από πίσω σου, για να σε φέρω σε αυτή ακριβώς την θέση που είσαι σήμερα.»
Και άφησε να τον κρεμάσουν.
*την διδακτική αυτή ιστορία μου την έλεγε-για κάποιους- ο πνευματικός μου τον οποίο τον ρίξανε σε τεχνητό κώμα σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης όταν ξεκίνησε η ψευδοδημία -επειδή είχε γρίπη- και δεν συνήλθε ποτέ. Είναι καταγεγραμμένος ως «θύμα του κορωναίου ιού»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου